Τετάρτη, Μαΐου 20, 2009

Ο χάλκινος οφθαλμός

Του Παναγιώτη Αγαπητού. Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα 2006.

Η δεύτερη ιστορία της σειράς, που ακολουθεί το "Εβένινο Λαούτο".

833 π.Χ. Ο Πρωτοσπαθάριος Λέων βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη με εντολή του αυτοκράτορα Θεόφιλου, για διοικητικές υποθέσεις του κράτους, φανερές και μυστικές. Οι φανερές έχουν να κάνουν με στρατιωτικά ζητήματα, οι μυστικές με θρησκευτικά.

Βρισκόμαστε στην καρδιά της Εικονομαχίας, της μεγάλης αυτής θρησκευτικοπολιτικής διαμάχης που δίχασε τη βυζαντινή κοινωνία και την εκκλησία για δύο αιώνες.

Ο Θεόφιλος ήταν εικονομάχος - παρεμπιπτόντως δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί το πώς ο ίδιος θα βοηθούσε τα μέγιστα στο να επιτευχθεί αυτό που τόσο πολεμούσε. Η αντίστροφη πορεία άρχισε από τη στιγμή που έδωσε το μήλο στη Θεοδώρα και την έκανε αυτοκράτειρα. Η οποία, 10 χρόνια μετά από την ιστορία μας, το 843 δηλαδή, αναστήλωσε πανηγυρικά τις εικόνες. Και η άλλη κοπέλα, η Εικασία, που ήταν ξύπνια και ετοιμόλογη, άλλαξε τη ζωή της και μας χάρισε ένα από τους ωραιότερα ακούσματα της Βυζαντινής Υμνογραφίας.

Και πώς της το ξεπληρώσαμε; Με μια λανθασμένη και άδικη υστεροφημία. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο κόσμος θεωρεί την μοναχή και υμνογράφο Κασσιανή πόρνη. Η Κασσιανή δεν ήταν πόρνη. Έγραψε ένα ποίημα για μία πόρνη. Το "Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή" δεν το λέει η ίδια, αλλά η πόρνη που κατά το Ευαγγέλιο άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Αυτό το περιστατικό περιγράφεται στο ποίημα, που μελοποιήθηκε και ψάλλεται την Μ. Τρίτη.

Τώρα εσείς νομίζετε ότι έχω ξεφύγει από το θέμα. Δεν ξέφυγα. Ούτε ο ίδιος ο Αγαπητός δεν απέφυγε τον πειρασμό της τρυφερής αυτής ιστορίας: ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος, αντίπαλος μάλιστα του Λέοντα, είναι η μοναχή και ποιήτρια Κασσία. Και θα βρούμε στις σελίδες τον απόηχο της επίσκεψης του Θεόφιλου στην Κασσιανή την ώρα που έγραφε το ποίημά της και "κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα" το παράτησε μισοτελειωμένο και "τω φόβω εκρύβη", όπως την έψεξε απογοητευμένος ο βασιλιάς.

Αντίθετα με τις συνήθειές μου δεν θα περιγράψω την υπόθεση. Όσοι διαβάσατε το βιβλίο, ξέρετε τι λέω. Όσοι δεν το διαβάσατε, να το αγοράσετε και να το διαβάσετε. Θα σας αρέσει, αλλιώς δεν θα βρισκόσασταν στην ιστοσελίδα αυτή.

Θα αναφερθώ μόνο στο χώρο της δράσης και στο πως τον είδα από τη δική μου σκοπιά.

Εγώ σπούδασα στη Θεσσαλονίκη Αρχαιολογία. Και φυσικά τη λάτρεψα (και τη Θεσσαλονίκη και την Αρχαιολογία). Το μάθημα της Μνημειακής Τοπογραφίας Θεσσαλονίκης όμως το είχα ξεχάσει. Και διαβάζοντας το βιβλίο άρχισαν ένα - ένα να μου έρχονται στο μυαλό τα μνημεία, και η ιστορία τους και η αρχιτεκτονική τους μορφή και έβλεπα πώς ο συγγραφέας τα παρουσίαζε πιστά για τον ειδήμονα, γλαφυρά για τον μη γνώστη. Και όλα αυτά τα συνδύαζα με τη σημερινή Θεσσαλονίκη, και έβλεπα πώς έχει διαμορφωθεί το πριν σε τώρα και πώς βλέπεις τα μυθιστορηματικά δρώμενα περπατώντας τους σύγχρονους δρόμους.

Ιδιαίτερα με εντυπωσίασε η σκηνή στο ερειπωμένο ήδη κατά τον 9ο αι., ανάκτορο του Γαλερίου. Η συνύπαρξη ερειπιώνων και κατοικημένου χώρου θα πρέπει να ήταν συχνή στις πόλεις με μεγάλη ιστορία, σε μας όμως αυτό δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό. Ο μάγος Αγαπητός το κατάφερε να γίνει.

1 σχόλιο:

περιούσιος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.