Τρίτη, Μαΐου 12, 2009

Έγκλημα στο Μαρτινγκαίηλ

Της P. D. James. Μετάφραση Ι. Τσάμης. Επιμέλεια Κ. Λιόντης. Εκδόσεις Ροές. Αθήνα 1986. Τίτλος πρωτοτύπου: "Cover her face", 1962.

Πολύ παλιό, ε;

Σύμφωνοι, είναι όμως από αυτά που λέγονται κλασικά. Το είχα ξαναδιαβάσει τόσο παλιά, που είχα ξεχάσει την υπόθεση και φυσικά το δολοφόνο. Τώρα που ξαναέπεσε στα χέρια μου δεν το αρνήθηκα.

Η οικογένεια Μάξι είναι μια τυπική αγγλική οικογένεια που ανήκει στην καλή λεγόμενη κοινωνία της υπαίθρου. Κάποτε ρύθμιζε την τύχη ενός χωριού και των ανθρώπων του. Τώρα δεν την ρυθμίζει πια. Έχει φτωχύνει, παραχωρεί ή πουλάει τμήματα της ιδιοκτησίας της και αρκείται σε τιμητικούς τίτλους και στον σεβασμό των χωρικών.

Τη στιγμή που την γνωρίζουμε η οικογένεια αποτελείται από την μητέρα, κ. Ελήανορ Μάξι, τον γιό κ. Στέφεν Μάξι και την κόρη, κ. Ντέμπορα Ρίσκοε, που είναι χήρα. Ο πατέρας ζει, αλλά εδώ και χρόνια είναι κατάκοιτος. Τα παιδιά είναι εξαιρετικά κακομαθημένοι αργόσχολοι, ειδικά ο Στέφεν, που παρόλο που ασκεί το επάγγελμα του γιατρού είναι τελείως ανεύθυνος σε προσωπικά και οικογενειακά θέματα και αδιάφορος για τα πάντα, εκτός από την καλοπέρασή του. Καλός αλλά λίγος που λένε.

Κοντά στο σπίτι τους βρίσκεται το Άσυλο για ανύπαντρες μητέρες "Σαίν Μαίρη", που σε κάνει να αναρωτιέσαι που βρέθηκαν τόσες πολλές στην περιορισμένη κοινωνία της επαρχίας, ώστε να γεμίσουν ένα άσυλο. Τέλος πάντων το άσυλο υπάρχει και διευθύντριά του είναι η Μις Λίντελ, που είναι ανύπαντρη, αλλά όχι και μητέρα. Μία από τις τροφίμους, η Σάλλυ Τζάπ, στέλνεται σαν υπηρέτρια στο αρχοντόσπιτο. Ωραία, δροσερή και μυστικοπαθής, φαίνεται ότι είχε τη δύναμη να ταράξει τα νερά, γιατί ένα ωραίο πρωί βρίσκεται δολοφονημένη άγρια στο κρεβάτι της. Ύποπτοι είναι τα μέλη της οικογένειας, η ιδιόρρυθμη οικονόμος τους Μάρθα και οι δύο φιλοξενούμενοι, Φίλιπ Χήρς και Κάθριν Μπόουερς που γλυκοκοιτάζουν τα δύο αδέρφια πλάθοντας όνειρα θερινής νυκτός, ο καθένας για το αντίθετο φύλο βέβαια, μην πάει στο κακό ο νους σας.

Ο αστυνόμος Νταλγκλίς και ο βοηθός του καταφθάνουν για να εξιχνιάσουν το έγκλημα.

Το μυθιστόρημα αυτό είναι ζοφερό, αλλά ούτε μια στιγμή ο αναγνώστης δεν αισθάνεται μελαγχολική διάθεση.
Αντίθετα η κάθε σελίδα σε προκαλεί να πας στην επόμενη. Θα παρακολουθήσουμε βήμα-βήμα την επαγωγική σκέψη του Νταλγλίς, αλλά και τις σκέψεις των τεσσάρων νεαρών που προσπαθούν από τη μεριά τους να βρουν τον ένοχο. Θα δούμε για ακόμα μια φορά τα άπλυτα του κάθενός να βγαίνουν στη φόρα, τις μύχιες σκέψεις του να γίνονται κτήμα του διπλανού.Πάθη, φοβίες και ευσεβείς πόθοι μπλέκονται στο αξεδιάλυτο κουβάρι των οικογενειακών, φιλικών ή όποιων άλλων σχέσεων. Και όταν θα έρθει η ώρα της αποκάλυψης του δολοφόνου (που γίνεται με καθαρά "πουαρικό" τρόπο) θα διαπιστώσουμε ότι το θύμα έβαλε και αυτό το χεράκι του στη δολοφονία του.

Η Τζέιμς θεωρείται διάδοχος της Άγκαθα Κρίστι, είναι χιλιοειπωμενο αυτό, αλλά διαβάζοντας το μυθιστόρημα το βλέπεις σαν χειροπιαστή πραγματικότητα.

Αναπαράγει και αυτή την αγγλική κοινωνία και τη ζωή της στην ύπαιθρο που δεν φαίνεται να διαφοροποιείται και πολύ από την εποχή της Αγκάθα Κρίστι: τα τσάγια, οι φιλανθρωπικές γιορτές, ο εφημέριος, η ξεπεσμένη πλούσια οικογένεια που κρατά τους τύπους του παλιού καιρού, φαίνονται να είναι ίδια. Μόνο που εδώ μοιάζουν πιο πολύ καρικατούρα, παρά πραγματικότητα.

Ο μόνιμος ήρωάς της, αστυνόμος Νταλγκλίς, ανήκει στην επίσημη αστυνομία και οι μέθοδοί του είναι πιο σύγχρονες και πιο ...γήινες από του Πουαρό, που βασιζόταν αποκλειστικά στα φαιά του κύτταρα. Καθώς μάλιστα, προϊόντος του χρόνου, εξελίσσεται η προσωπικότητά του και αλλάζουν οι βοηθοί του, έρχεται πιο κοντά σε μας και οι τρόποι δράσης, τα μέσα, οι μέθοδοι περνούν το κατώφλι της εποχής μας.


2 σχόλια:

Athanassios Bakalidis είπε...

Το βιβλίο είναι όντως κλασικό. Ομολογώ πως κι εγώ το διάβασα με πολύ όρεξη και το συστήνω ανεπιφύλλακτα. Το μόνο που ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου είναι το εξής:

Δεδομένης της -- όπως κομψά τέθηκε -- ιδιορυθμίας της Μάρθας, τι δουλειά είχαν εκείνα τα χάπια κάτω από το στρώμα του κυρίου Μάξι .....;

Constantina Kallintzi είπε...

Αυτό νομίζω ότι το εξηγεί η ίδια η Μάρθα: για τον παράλυτο άνδρα ήταν μια παρηγοριά να νιώθει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να δραπετεύσει όποτε θέλει....

Είναι φανερό ότι η Μάρθα, λόγω των αισθημάτων της, κατανοούσε το πρόβλημά του κυρίου της πιο πολύ και από την ίδια του την απόμακρη οικογένεια.