Κυριακή, Μαΐου 24, 2009

Το πτώμα με τα ποδοσφαιρικά παπούτσια

Του Celil Oker. Μετάφραση από τα τουρκικά: Στέλλα Χρηστίδου. Εκδόσεις Καστανιώτης. Αθήνα 2008. Τίτλος πρωτοτύπου: Kramponlou Ceset, 1999.

Ένα μάλλον βαρετό βιβλίο. Με μάλλον ανούσια πλοκή, και μάλλον κακή μετάφραση. Όλα στο μέτριο. Δεν είναι ότι για κάποιο λόγο δεν το παρακολουθείς, είναι ότι όταν γυρίσεις σελίδα, δε θυμάσαι αν ήσουν στο τέλος, στην αρχή ή στη μέση της επόμενης. Και κάνεις κουράγιο για να παρακολουθήσεις μια ήκιστα πειστική ιστορία. Που για να την γράψω εδώ, αναγκάστηκα να την σημειώνω σταδιακά, επειδή ήμουν σίγουρη πως όταν θα έφθανα στο τέλος, δε θα θυμόμουν τίποτα από την αρχή.

Στα για μένα αρνητικά στοιχεία πρέπει να προσμετρήσω τις αναφορές στους δρόμους της Ισταμπούλ, που ήταν εντελώς επίπεδες και αδιάφορες, σε αντιδιαστολή με αυτές του Μάρκαρη για την Κωνσταντινούπολη που σε κάνουν να νομίζεις ότι περπατάς μαζί του και συ.

Το βιβλίο δεν το αγόρασα, μου το δάνεισε μία φίλη, και το πήρα για να δω πως είναι τα αστυνομικά της γείτονος. Το συγκεκριμένο μιμείται τα εγγλεζοαμερικάνικα, αυτά με τον παρακμιακό ιδιωτικό ντετέκτιβ που τα έχει θαλασσώσει στη ζωή του, και παρόλα αυτά ελπίζει ότι θα γλυτώσει από το πνίξιμο τους πελάτες του.

Ο δικός μας λέγεται Ραμζί Ουνάρ, και δρα στην Ιστανμπούλ. Πρώην πιλότος, που ωστόσο δε μπορεί να προσγειωθεί ούτε στην πόλη του με τον προσομοιωτή πτήσεων της Microsoft (ο ίδιος το λέει). Αυτόν τον κύριο λοιπόν, τον συστήνει ένας φίλος του διαφημιστής (που δεν αποκαλείται ποτέ με το όνομά του) σε έναν πελάτη του, τον Καράσου Ιλχάν μπέη, ιδιοκτήτη υφαντουργίας και ποδοσφαιρικής ομάδας τρίτης εθνικής κατηγορίας (της Καράσου Γκιουρέσπορ). Δουλειά του θα είναι να ανακαλύψει ποιος προκαλεί τα στημένα παιχνίδια με σκοπό τον υποβιβασμό της ομάδας.

Ακολούθως αυτοπροσκαλείται στην επίδειξη μόδας της υφαντουργίας, όπου θα παραβρίσκεται και η ομάδα, για να κόψει κίνηση. Κατά τη διάρκειά της πιάνει κουβέντα με έναν φωτορεπόρτερ της κακιάς ώρας, ο οποίος μόνο φωτογραφίες δεν τραβούσε. Αργότερα, την ίδια νύχτα ο φωτογράφος δολοφονείται μπροστά στα μάτια του (ή μάλλον μπροστά στα αυτιά του-διότι δεν είδε, αλλά άκουσε τον πυροβολισμό την ώρα που έκανε τσίσια του). Ο φόνος περνιέται για καρδιακή προσβολή και μόνο ο αναγνώστης έχει μυηθεί στην αλήθεια.

Προσπαθώντας να διαλευκάνει την υπόθεση, επισκέπτεται νύκτωρ το κατάστημα-οικία του θύματος, όπου βρίσκει στο πιο προφανές σημείο ένα χρήσιμο φάκελο, αλλά τον κοπανάνε στο κεφάλι και τον αφήνουν αναίσθητο. Ο φάκελος κάνει φτερά.

Στην πορεία ανακαλύπτει για το γιο του εργοδότη του τον Καραχάν, κάτι πράγματα που ο ίδιος δεν θα ήθελε να ανακαλυφθούν. Ως εκ τούτου, τον απολύει.

Δε θα μείνει άνεργος για πολύ. Τον προσλαμβάνει πάραυτα ο αντίπαλος του Καράσου, Τζέμ Τουμέρ. Αντίπαλος και στη δουλειά και στο παιχνίδι, μιας και αγόρασε και αυτός μια ομάδα -προς τέρψιν της ποδοσφαιρομανούς (και ωραιοτάτης) συμβίας του. Ο Ραμζί πρέπει να βρει γιατί εξαφανίστηκε η ωραία Αισού, σχεδιάστρια μόδας, υπάλληλος του Τουμέρ μπέη που ερωτοτροπούσε με την αντίπαλη υφαντουργία του Καράσου και σχετιζόταν με το γιο του τον Καραχάν και τον τερματοφύλακα της Γκιουρέσπορ Ζαφέρ.

Ο Τουμέρ μπέης, ήδη από την εναρκτήρια συζήτηση, τον ενημερώνει ότι ο ίδιος βρίσκεται πίσω από τα στημένα παιχνίδια, αλλά μην τον παρεξηγήσατε, δεν φταίει, το έκανε με προτροπή του δολοφονηθέντος φωτογράφου που λέγαμε.

Στην συνέχεια ο Ιλχάν μπέης τον παρακαλεί να συνεχίσει τις έρευνες για πάρτη του, ο γιος του Καραχάν εξακολουθεί να παραπαίει αν και στο τέλος ζητάει ταπεινά συγνώμη για τη συμπεριφορά του.

Αυτό ήταν. Παρακάτω δε μπόρεσα να πάω. Ταξίδια πήγα, από ταξίδια γύρισα, άλλα βιβλία διάβασα, αυτό εκεί, να γεμίζει σκόνη στο κομοδίνο. Ήρθε λοιπόν η ώρα της απόσυρσης, για να βγω και από την έγνοια του.

Αν έχετε περιέργεια για τα περαιτέρω, αναζητήστε το στα βιβλιοπωλεία. Και μην έχετε τύψεις. Στο κάτω-κάτω, τόσα λεφτά πετάμε εδώ κι εκεί.

Τετάρτη, Μαΐου 20, 2009

Ο χάλκινος οφθαλμός

Του Παναγιώτη Αγαπητού. Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα 2006.

Η δεύτερη ιστορία της σειράς, που ακολουθεί το "Εβένινο Λαούτο".

833 π.Χ. Ο Πρωτοσπαθάριος Λέων βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη με εντολή του αυτοκράτορα Θεόφιλου, για διοικητικές υποθέσεις του κράτους, φανερές και μυστικές. Οι φανερές έχουν να κάνουν με στρατιωτικά ζητήματα, οι μυστικές με θρησκευτικά.

Βρισκόμαστε στην καρδιά της Εικονομαχίας, της μεγάλης αυτής θρησκευτικοπολιτικής διαμάχης που δίχασε τη βυζαντινή κοινωνία και την εκκλησία για δύο αιώνες.

Ο Θεόφιλος ήταν εικονομάχος - παρεμπιπτόντως δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί το πώς ο ίδιος θα βοηθούσε τα μέγιστα στο να επιτευχθεί αυτό που τόσο πολεμούσε. Η αντίστροφη πορεία άρχισε από τη στιγμή που έδωσε το μήλο στη Θεοδώρα και την έκανε αυτοκράτειρα. Η οποία, 10 χρόνια μετά από την ιστορία μας, το 843 δηλαδή, αναστήλωσε πανηγυρικά τις εικόνες. Και η άλλη κοπέλα, η Εικασία, που ήταν ξύπνια και ετοιμόλογη, άλλαξε τη ζωή της και μας χάρισε ένα από τους ωραιότερα ακούσματα της Βυζαντινής Υμνογραφίας.

Και πώς της το ξεπληρώσαμε; Με μια λανθασμένη και άδικη υστεροφημία. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο κόσμος θεωρεί την μοναχή και υμνογράφο Κασσιανή πόρνη. Η Κασσιανή δεν ήταν πόρνη. Έγραψε ένα ποίημα για μία πόρνη. Το "Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή" δεν το λέει η ίδια, αλλά η πόρνη που κατά το Ευαγγέλιο άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Αυτό το περιστατικό περιγράφεται στο ποίημα, που μελοποιήθηκε και ψάλλεται την Μ. Τρίτη.

Τώρα εσείς νομίζετε ότι έχω ξεφύγει από το θέμα. Δεν ξέφυγα. Ούτε ο ίδιος ο Αγαπητός δεν απέφυγε τον πειρασμό της τρυφερής αυτής ιστορίας: ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος, αντίπαλος μάλιστα του Λέοντα, είναι η μοναχή και ποιήτρια Κασσία. Και θα βρούμε στις σελίδες τον απόηχο της επίσκεψης του Θεόφιλου στην Κασσιανή την ώρα που έγραφε το ποίημά της και "κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα" το παράτησε μισοτελειωμένο και "τω φόβω εκρύβη", όπως την έψεξε απογοητευμένος ο βασιλιάς.

Αντίθετα με τις συνήθειές μου δεν θα περιγράψω την υπόθεση. Όσοι διαβάσατε το βιβλίο, ξέρετε τι λέω. Όσοι δεν το διαβάσατε, να το αγοράσετε και να το διαβάσετε. Θα σας αρέσει, αλλιώς δεν θα βρισκόσασταν στην ιστοσελίδα αυτή.

Θα αναφερθώ μόνο στο χώρο της δράσης και στο πως τον είδα από τη δική μου σκοπιά.

Εγώ σπούδασα στη Θεσσαλονίκη Αρχαιολογία. Και φυσικά τη λάτρεψα (και τη Θεσσαλονίκη και την Αρχαιολογία). Το μάθημα της Μνημειακής Τοπογραφίας Θεσσαλονίκης όμως το είχα ξεχάσει. Και διαβάζοντας το βιβλίο άρχισαν ένα - ένα να μου έρχονται στο μυαλό τα μνημεία, και η ιστορία τους και η αρχιτεκτονική τους μορφή και έβλεπα πώς ο συγγραφέας τα παρουσίαζε πιστά για τον ειδήμονα, γλαφυρά για τον μη γνώστη. Και όλα αυτά τα συνδύαζα με τη σημερινή Θεσσαλονίκη, και έβλεπα πώς έχει διαμορφωθεί το πριν σε τώρα και πώς βλέπεις τα μυθιστορηματικά δρώμενα περπατώντας τους σύγχρονους δρόμους.

Ιδιαίτερα με εντυπωσίασε η σκηνή στο ερειπωμένο ήδη κατά τον 9ο αι., ανάκτορο του Γαλερίου. Η συνύπαρξη ερειπιώνων και κατοικημένου χώρου θα πρέπει να ήταν συχνή στις πόλεις με μεγάλη ιστορία, σε μας όμως αυτό δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό. Ο μάγος Αγαπητός το κατάφερε να γίνει.

Σάββατο, Μαΐου 16, 2009

Το εβένινο λαούτο

Του Παναγιώτη Αγαπητού. Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα 2003.

Το βιβλίο αυτό το διάβασα με το που κυκλοφόρησε. Μου το είχε δανείσει μια φίλη. Από την πρώτη πρόταση με σκλάβωσε. Το τελείωσα και της το επέστρεψα με βαριά καρδιά. Έκτοτε, το σκέφτομαι συχνά, και αυτό και τον "Χάλκινο Οφθαλμό" που το διαδέχτηκε. Τα αγόρασα και τα χάρισα σε φίλους. Σκέφτομαι να τα αγοράσω και για μένα. Δεν θέλω να λείπουν από την αστυνομική βιβλιοθήκη μου - ειδικά τώρα, που έμαθα ότι θα υπάρξει και τρίτη συνέχεια, στη Σκύρο.

Ούτε ο κ. Αγαπητός, ούτε το "Εβένινο Λαούτο" έχουν ανάγκη τις δικές μου συστάσεις. Μια ματιά στις ιστοσελίδες αρκεί για να διαπιστώσει κανείς, όχι απλώς τις θετικές κριτικές, αλλά τον ενθουσιασμό των αναγνωστών επειδή κατάφεραν ένα δύσκολο έργο: να κάνουν θελκτική μια παρεξηγημένη περίοδο, την Βυζαντινή.

Όλοι την μισούσαμε στο σχολείο, θυμάμαι. Προσωπικά ούτε στο Πανεπιστήμιο τη συμπάθησα. Στην δουλειά μου, μόλις που την ανέχτηκα. Αιτία ήταν ο τρόπος που επέλεξε η επίσημη Πολιτεία (και οι συγκεκριμένοι δάσκαλοι που είχα εγώ) να μας την μεταδώσουν. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί και να μην ήξεραν άλλους. Η Πηνελόπη Δέλτα κάτι επιχείρησε με τον "Καιρό του Βουλγαροκτόνου", αλλά και αυτή επικεντρώθηκε σε μάχες και άλλα τινά που είναι μια άλλη ιστορία.

Από το 2000 το Υπουργείο Πολιτισμού ξεκίνησε μια σειρά αρχαιολογικών εκθέσεων, δημοσιεύσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων που έγιναν στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και το Μυστρά. Ο γενικός τίτλος ήταν "Ωρες Βυζαντίου" και ο σκοπός να γνωρίσει το κοινό και οι ειδικοί την καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Η επιτυχία ήταν τεράστια. Έτσι αποδείχτηκε ότι δεν είχαμε τίποτα με το Βυζάντιο καθ΄εαυτό, είναι μάλιστα πολύ πιο κοντά μας από τον Περικλή. Απλώς δεν θέλαμε άλλες μάχες, νικηφόρες ή μη.

Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο κινείται "Το Εβένινο Λαούτο". Η ιστορία διαδραματίζεται τον 9ο αι. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Αυτοκράτορας είναι ο Θεόφιλος (ο γνωστός, που όταν γίνονταν τα καλλιστεία για την επιλογή της συζύγου του είπε αστειευόμενος: "ως άρα εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα" και αντί να δώσει το μήλο στην Εικασία, το έδωσε στη Θεοδώρα - αλλά κι αυτή είναι άλλη ιστορία).

832. π.Χ. Ο Πρωτοσπαθάριος Λέων, αξιωματούχος του Θεόφιλου, πηγαίνει στη Βαγδάτη με μια πρεσβεία που θα διαπραγματευτεί την ειρήνη με τον χαλίφη. Ένας από τους σταθμούς του ταξιδιού είναι η Καισάρεια. Εκεί ο Λέων για λόγους ανωτέρας βίας, αναγκάζεται να επιλύσει μια πολύ-πολύ περίπλοκη υπόθεση.

Νομίζω όμως ότι είπα ήδη πολλά στον πρόλογο, έτσι, αν καταπιαστώ και με το κυρίως θέμα, θα μακρηγορήσω πολύ.

Ας περάσουμε λοιπόν στον επίλογο.

Ο κ. Αγαπητός κατέχει τον λόγο, κατέχει την εποχή που πραγματεύεται και πάνω από όλα κατέχει τούτο: ότι γράφει για το ευρύ κοινό.

Πέμπτη, Μαΐου 14, 2009

Ο Φάρος

Της Της P. D. James. Μετάφραση: Τ. Τόλια. Εκδόσεις Καστανιώτης. Αθήνα 2007. Τίτλος πρωτοτύπου: The Lighthouse, 2006.

Στα ανοιχτά της Κορνουάλης (ότι και να σημαίνει αυτό) υπάρχει ένα μικρό ιδιωτικό νησί, απροσπέλαστο για τους κοινούς θνητούς. Έχει βλέπετε μετατραπεί σε "ησυχαστήριο" για άτομα με αυξημένες ευθύνες που ζητούν λίγη ψευδαίσθηση ηρεμίας και ξεκούρασης από τα υψηλά τους καθήκοντα. Ανήκει σε μια μη κερδοσκοπική οργάνωση στην οποία το μεταβίβασε ο τελευταίος ιδιοκτήτης.

Οι μόνιμοι κάτοικοι είναι ελάχιστοι: το απαραίτητο προσωπικό και η τελευταία απόγονος της οικογένειας που το είχε κάποτε στην κατοχή της. Η ηλικιωμένη κυρία έφερε μαζί και τον μπάτλερ της, με τον οποίο συνδέεται με φιλική σχέση (όση φιλική σχέση μπορούν να αναπτύξουν άτομα του είδους αυτού που η ψυχρότητα ανήκει στο γονιδιακό τους σύστημα).

Στο νησί υπάρχει ένας φάρος, εγκαταλειμμένος σήμερα. Ο φάρος αυτός θα χρησιμεύσει σαν σκηνικό μιας αποτρόπαιας πράξης: ο διεθνούς φήμης συγγραφέας Νέιθαν Όλιβερ βρίσκεται νεκρός, κρεμασμένος από το κιγκλίδωμα στην κορυφή του. Αυτοκτονία φυσικά. Ποιός να θέλει το θάνατό του; Και δεν θα μπορούσε να διαλέξει χειρότερη ώρα: στο νησί αναμένεται μια υψίστης σημασίας συνάντηση Κορυφής υπό τον Πρωθυπουργό της Μ. Βρεττανίας. Η υπόθεση πρέπει να διαλευκανθεί "ως τάχιστα".

Καλείται με άκρα μυστικότητα ο αστυνόμος Νταλγκλίς και οι δύο βοηθοί του, η Κέιτ και ο Μπρέντον Σμιθ. Η πρόσκληση δεν άρεσε σε κανένα. Ήταν Σαββατοκύριακο και όλοι είχαν να κάνουν κάτι πολύ προσωπικό.

Και να που βρίσκονται στο νησί. Και αρχίζει η χορεία των ανακρίσεων, υποθέσεων, συζητήσεων, και αρχίζουν να μαθαίνονται πράματα και θάματα: πόσο δύστροπος ήταν ο αποδήμήσας, πόσο δύσκολη έκανε ή είχε κάνει τη ζωή πολλών, και πως, στο φινάλε, κανείς δε δυσαρεστήθηκε με την απόφασή του να τους αφήσει γεια. Μα, τότε, μήπως δεν έφυγε οικειοθελώς; Μηπως κάποιος τον βοήθησε να πάρει την απόφασή του;

Και αρχίζουν οι υποψίες: η κόρη του, αναγκαστική συνοδός και γενικών καθηκόντων υπάλληλος, και ο γραμματέας του που πολύ θα ήθελαν να παντρευτούν και ο Όλιβερ δεν το επέτρεπε επειδή θα ξεβολευόταν, κινούν από την αρχή το ενδιαφέρον. Σιγά-σιγά αποκαλύπτεται ότι όλοι σχετίζονται, ακόμα και οι φαινομενικά άσχετοι και τυχαίοι φιλοξενούμενοι-επισκέπτες που βρίσκονται εκεί.

Και ενώ όλα φάνηκαν να παίρνουν ένα δρόμο, μια δεύτερη δολοφονία ταράζει τα νερά. Και κάτι απρόβλεπτο και οχληρό: Ο αστυνόμος προσβάλλεται από ΣΑΡΣ και τον απομονώνουν στο αναρρωτήριο. Ευτυχώς ο γιατρός είναι από τους καλύτερους, που για δικούς του λόγους θάφτηκε στο απομονωμένο νησί.

Η Κείτ αναλαμβάνει. Η προσοχή της όμως διασπάται από την τρυφερή ανησυχία της για τον αστυνόμο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είναι και ηθικά υποχρεωμένη να δίνει αναφορά στην φίλη του. Ο Μπέντον Σμίθ το παίρνει μυρουδιά και απορεί: γυναίκες.....

Για τη συνέχεια θα πρέπει να ανατρέξετε στο πρωτότυπο.

Από τα καλύτερα της Τζέιμς. Περιγραφές χώρων και καιρικών συνθηκών (μου άρεσε πολύ η ομίχλη), των σκέψεων του καθένα, αναδρομές στο παρελθόν, όλα συντείνουν στο να μην το αφήσεις από τα χέρια σου προτού το τελειώσεις. Και, ενώ φαινομενικά ο χώρος δράσης είναι ευρύς (ένα ολόκληρο νησάκι με τα οικήματά του, τις παραλίες του, τα δάση του), στην πραγματικότητα δε διαφέρει από ένα κλειστό σπίτι, όπου όλοι τούς βλέπουν όλους και έχουν άποψη για όλους, όπου ανάβουν τα τζάκια τους, παίρνουν τα τσάγια τους και απολαμβάνουν τα δείπνα τους. Και ο δολοφόνος μαζί.

Τρίτη, Μαΐου 12, 2009

Έγκλημα στο Μαρτινγκαίηλ

Της P. D. James. Μετάφραση Ι. Τσάμης. Επιμέλεια Κ. Λιόντης. Εκδόσεις Ροές. Αθήνα 1986. Τίτλος πρωτοτύπου: "Cover her face", 1962.

Πολύ παλιό, ε;

Σύμφωνοι, είναι όμως από αυτά που λέγονται κλασικά. Το είχα ξαναδιαβάσει τόσο παλιά, που είχα ξεχάσει την υπόθεση και φυσικά το δολοφόνο. Τώρα που ξαναέπεσε στα χέρια μου δεν το αρνήθηκα.

Η οικογένεια Μάξι είναι μια τυπική αγγλική οικογένεια που ανήκει στην καλή λεγόμενη κοινωνία της υπαίθρου. Κάποτε ρύθμιζε την τύχη ενός χωριού και των ανθρώπων του. Τώρα δεν την ρυθμίζει πια. Έχει φτωχύνει, παραχωρεί ή πουλάει τμήματα της ιδιοκτησίας της και αρκείται σε τιμητικούς τίτλους και στον σεβασμό των χωρικών.

Τη στιγμή που την γνωρίζουμε η οικογένεια αποτελείται από την μητέρα, κ. Ελήανορ Μάξι, τον γιό κ. Στέφεν Μάξι και την κόρη, κ. Ντέμπορα Ρίσκοε, που είναι χήρα. Ο πατέρας ζει, αλλά εδώ και χρόνια είναι κατάκοιτος. Τα παιδιά είναι εξαιρετικά κακομαθημένοι αργόσχολοι, ειδικά ο Στέφεν, που παρόλο που ασκεί το επάγγελμα του γιατρού είναι τελείως ανεύθυνος σε προσωπικά και οικογενειακά θέματα και αδιάφορος για τα πάντα, εκτός από την καλοπέρασή του. Καλός αλλά λίγος που λένε.

Κοντά στο σπίτι τους βρίσκεται το Άσυλο για ανύπαντρες μητέρες "Σαίν Μαίρη", που σε κάνει να αναρωτιέσαι που βρέθηκαν τόσες πολλές στην περιορισμένη κοινωνία της επαρχίας, ώστε να γεμίσουν ένα άσυλο. Τέλος πάντων το άσυλο υπάρχει και διευθύντριά του είναι η Μις Λίντελ, που είναι ανύπαντρη, αλλά όχι και μητέρα. Μία από τις τροφίμους, η Σάλλυ Τζάπ, στέλνεται σαν υπηρέτρια στο αρχοντόσπιτο. Ωραία, δροσερή και μυστικοπαθής, φαίνεται ότι είχε τη δύναμη να ταράξει τα νερά, γιατί ένα ωραίο πρωί βρίσκεται δολοφονημένη άγρια στο κρεβάτι της. Ύποπτοι είναι τα μέλη της οικογένειας, η ιδιόρρυθμη οικονόμος τους Μάρθα και οι δύο φιλοξενούμενοι, Φίλιπ Χήρς και Κάθριν Μπόουερς που γλυκοκοιτάζουν τα δύο αδέρφια πλάθοντας όνειρα θερινής νυκτός, ο καθένας για το αντίθετο φύλο βέβαια, μην πάει στο κακό ο νους σας.

Ο αστυνόμος Νταλγκλίς και ο βοηθός του καταφθάνουν για να εξιχνιάσουν το έγκλημα.

Το μυθιστόρημα αυτό είναι ζοφερό, αλλά ούτε μια στιγμή ο αναγνώστης δεν αισθάνεται μελαγχολική διάθεση.
Αντίθετα η κάθε σελίδα σε προκαλεί να πας στην επόμενη. Θα παρακολουθήσουμε βήμα-βήμα την επαγωγική σκέψη του Νταλγλίς, αλλά και τις σκέψεις των τεσσάρων νεαρών που προσπαθούν από τη μεριά τους να βρουν τον ένοχο. Θα δούμε για ακόμα μια φορά τα άπλυτα του κάθενός να βγαίνουν στη φόρα, τις μύχιες σκέψεις του να γίνονται κτήμα του διπλανού.Πάθη, φοβίες και ευσεβείς πόθοι μπλέκονται στο αξεδιάλυτο κουβάρι των οικογενειακών, φιλικών ή όποιων άλλων σχέσεων. Και όταν θα έρθει η ώρα της αποκάλυψης του δολοφόνου (που γίνεται με καθαρά "πουαρικό" τρόπο) θα διαπιστώσουμε ότι το θύμα έβαλε και αυτό το χεράκι του στη δολοφονία του.

Η Τζέιμς θεωρείται διάδοχος της Άγκαθα Κρίστι, είναι χιλιοειπωμενο αυτό, αλλά διαβάζοντας το μυθιστόρημα το βλέπεις σαν χειροπιαστή πραγματικότητα.

Αναπαράγει και αυτή την αγγλική κοινωνία και τη ζωή της στην ύπαιθρο που δεν φαίνεται να διαφοροποιείται και πολύ από την εποχή της Αγκάθα Κρίστι: τα τσάγια, οι φιλανθρωπικές γιορτές, ο εφημέριος, η ξεπεσμένη πλούσια οικογένεια που κρατά τους τύπους του παλιού καιρού, φαίνονται να είναι ίδια. Μόνο που εδώ μοιάζουν πιο πολύ καρικατούρα, παρά πραγματικότητα.

Ο μόνιμος ήρωάς της, αστυνόμος Νταλγκλίς, ανήκει στην επίσημη αστυνομία και οι μέθοδοί του είναι πιο σύγχρονες και πιο ...γήινες από του Πουαρό, που βασιζόταν αποκλειστικά στα φαιά του κύτταρα. Καθώς μάλιστα, προϊόντος του χρόνου, εξελίσσεται η προσωπικότητά του και αλλάζουν οι βοηθοί του, έρχεται πιο κοντά σε μας και οι τρόποι δράσης, τα μέσα, οι μέθοδοι περνούν το κατώφλι της εποχής μας.


Δευτέρα, Μαΐου 04, 2009

Έγκλημα στην αρχαία Ολυμπία

Του Θάνου Κονδύλη. Εκδόσεις Ψυχογιός. Αθήνα 2007.

Το βιβλίο μου το δάνεισε ένα ζευγάρι φίλων. Μιλώντας μου γιαυτό, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, είπαν: " ἁν η έκτασή του μειωνόταν στο 1/3 θα ήταν καλό". Τους αντιμετώπισα με συγκατάβαση. "Φαίνεται ο άνθρωπος θα γράφει καμιά περιγραφή του Ιερού της Ολυμπίας, και όντας έξω από τα πράγματα, βαρέθηκαν. Λίγη αρχαιολογία κάνει καλό στον καθένα". Έτσι σκέφτηκα. Το πήρα λοιπόν πασιχαρής που θα διάβαζα το πόνημα άλλου αρχαιολόγου και ...

.....Ζευ Πάτερ, τί ήταν αυτό που έπαθα!

Κάπου στον 5ο αι. π.Χ., παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων, δολοφονείται στο Ιερό της Ολυμπίας ένας Σπαρτιάτης αθλητής. Γεγονός εξαιρετικά δυσάρεστο. Ο Αλέξανδρος, Αθηναίος ευγενής και πρώην άρχων με ειδικότητα στην εξιχνίαση εγκλημάτων, βρίσκεται εκεί προσκεκλημένος του φίλου του, Αρχιερέα Αγήνορα. Οι Σπαρτιάτες κατηγορούν για το φόνο τους Αθηναίους. Ο Αγήνορας πείθει τον Αλέξανδρο να εξιχνιάσει το έγκλημα με βοηθό τον Σπαρτιάτη Λεωνίδα. Οι δύο άνδρες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συνεργαστούν. Σύντομα ανακαλύπτουν μια συνωμοσία ....των Περσών που επιδιώκουν να καταστρέψουν την Ελλάδα. Φυσικά τους κατατροπώνουν.

Σας φαίνεται καλό το στόρυ; σας εγγυώμαι ότι πρόκειται για φρίκη του χειρίστου είδους. Το αστυνομικό απαιτεί δράση, αγωνία, γοργή αλληλοδιαδοχή σκηνών και καταστάσεων, ώστε ο αναγνώστης να σέρνεται από τη μύτη. Τίποτα τέτοιο όμως δεν κατοικεί εδώ.Κατάφερα και διάβασα και τις 478 σελίδες του ανούσιου αυτού έργου. Από μαζοχισμό φυσικά.

Από που να πιάσω και που να τελειώσω; Ας δώσω λίγα μόνο δείγματα:

1. Ο ήρωας μάς πρήζει με φοβερά διλήμματα του τύπου "ποιος είμαι, πού υπάγω, να παντρευτώ ή να μην παντρευτώ" κτλ. κτλ. Μα κύριε συγγραφέα μου, αν ο ντετέκτιβ αναλίσκεται σε ερωτοτροπίες με την υπηρέτρια του πανδοχείου που διαμένει, απολαμβάνει περιπάτους και υποχρεώνει και μας να τους υποστούμε, και κάνει φιλοσοφικοειδείς σκέψεις, τότε θα σπαταλήσει όλο το χρόνο της μυθιστορηματικής του ζωής. Και όχι μονάχα να πιάσει το δολοφόνο, αλλά ούτε να μυριστεί το φόνο δεν θα προλάβει.

2. Ο συγγραφέας μπερδεύει τον εαυτό του με συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων και μας αναγκάζει να υποστούμε την κουραστική ανάγνωση διαφόρων λεπτομερειών, όπως π.χ. όλα τα σχετικά με τον παραγκωνισμό του Κόνωνα από την πολιτική σκηνή της Αθήνας.

3. Ο συγγραφέας μπερδεύει τον εαυτό του με τον περιηγητή Παυσανία και μας δίνει μακροσκελέστατες περιγραφές των τόπων που επισκέπτεται ο ήρωάς του. Αν κάνουμε την επιστήμη μας ανάγνωσμα για τους πολλούς, τότε οφείλουμε να γράφουμε για τους πολλούς και όχι για μας.

4. Και τα ονόματα; Τι να πω για τα ονόματα των ηρώων, που τα περισσότερα είναι μη πειστικά. Τα Αλέξανδρος και Βερενίκη είναι μακεδονικά, και την εποχή στην οποία βρισκόμαστε δεν είναι αντιπροσωπευτικά της Νότιας Ελλάδας. Όλοι οι Σπαρτιάτες δεν είναι απαραίτητο να λέγονται Άγις και Λεωνίδας. Αφού είναι αρχαιολόγος, θα μπορούσε να ανατρέξει στις πηγές. Οι επιγραφές, κυρίως οι επιτύμβιες, μας προσφέρουν άφθονο υλικό για να διαλέξουμε.

5. Το καλύτερο σας το αφήνω για το τέλος: Κάτω από το ιερό, υπάρχει ένα ολόκληρο σύμπλεγμα υπόγειων διαδρόμων και δωματίων, που οδηγούν στον ναό του Δία και συγκεκριμένα στη βάση του χρυσελεφάντινου αγάλματος του θεού, που (έρμε Φειδία) είναι κούφιο και έχει μέσα σκάλες και μηχανισμούς και από τα μάτια του μπορείς να βλέπεις τι γίνεται στον ναό...

Μα είναι πράγματα αυτά για να τα γράψει αρχαιολόγος;

Ύβρις............

Κυριακή, Μαΐου 03, 2009

Ο Μοναχός Αθανάσιος


Του Παύλου Εμμ. Ζαννή. Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη. Αθήνα 2009.

Η ευκαιρία για να το αγοράσω μου δόθηκε σε πρόσφατη επίσκεψή μου στο βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ, όταν την ώρα που έφευγα, το πήρε το μάτι μου στον πάγκο των προτεινόμενων. Το κίνητρο ήταν αφενός ο τίτλος, αφετέρου ο Έλληνας συγγραφέας (καθότι πρέπει να ενισχύουμε την ελληνική συγγραφική προσπάθεια). Φρόντισα σχετικά γρήγορα να κλέψω και το χρόνο για την ανάγνωσή του.

Ξάπλωσα στην πολυθρόνα μου, εφοδιάστηκα με σοκολάτες, και άρχισα.... Στην αρχή ήταν τραβηχτικό, και πήρα θάρρος για να συνεχίσω να κλέβω το χρόνο μου. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκα.

Εν ολίγοις: η ιδέα ήταν καλή, η αξιοποίησή της μετριότατη.

Το εύρημα του μοναχού- ντετέκτιβ, αν και όχι πρωτότυπο (Κάντφελ, Ρογήρος, Φιντέλμα, Πελαγία...) είναι, απ΄όσο γνωρίζω, για τα ελληνικά αστυνομικά πρωτοφανέρωτο.

Η σύλληψη του θέματος και της πλοκής ήταν επίσης καλή:

Ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών Ρόδου Χριστόδουλος, κατά κόσμον Χρήστος Ιακώβου, πρώην ανακριτής, χάνει τον ανεψιό του Νικολό σε τροχαίο. Ένα παράξενο, κατά τη γνώμη του, τροχαίο. Ένας φόνος. Αναθέτει λοιπόν στον μοναχό Αθανάσιο, κατά κόσμον Πέτρο Αθανασιάδη, πρώην ταξίαρχο της Ασφάλειας, να διαλευκάνει την υπόθεση.

Ταυτόχρονα δύο αναίτιοι εκ πρώτης όψεως φόνοι λαμβάνουν χώρα: δύο φιλήσυχοι πολίτες, ένας έμπορος φτηνών γουναρικών και ένας κατώτερος τραπεζικός υπάλληλος εξαναγκάζονται σε αιώνια αποδημία.

Ο Μοναχός Αθανάσιος, συνδέει τις τρεις περιπτώσεις, και με τη βοήθεια του παλιού του φίλου και υφισταμένου Μπίλι (τωρινού ταγματάρχη της Ασφάλειας Βασίλειου Πετρακόπουλου) προσπαθεί να βρει τη λύση. Δουλεύοντας μεθοδικά και ξαναανακρίνοντας αφανώς όλους τους εμπλεκόμενους, φτάνει στην ωραία Ελένη, πρώην αγαπημένη του Νικολού και νυν φιλενάδα του μεγαλοξενοδόχου Αλέξανδρου Γεωργάκη. Αυτή θα του υποδείξει την άκρη του μίτου για να προχωρήσει.

Στην υπόθεση εμπλέκονται στη σωστή δόση ζεύγος πλούσιων Γερμανών τουριστών, στρατιωτικοί, και η αιώνια ερωτευμένη με τον Νικολό Μαρία.

Κρίμα που δεν μπόρεσαν όλα αυτά να αξιοποιηθούν με μία σφιχτοδεμένη αφήγηση.

Ο λόγος είναι χαλαρός και άνευρος, οι διάλογοι μη πειστικοί. Άπειροι πλατειασμοί, δίνουν την αίσθηση ότι αναμασάται συνεχώς το ίδιο νόημα με κάθε είδους λεκτική παραλλαγή, προκειμενου να γεμίσουν οι σελίδες. Αυτό κάνει την εξέλιξη στατική, την ανάγνωση κουραστική. Για παράδειγμα: από την αρχή μας λένε ότι οι τρεις φόνοι είναι διαφορετικοί. Αυτό πόσες φορές πρέπει να το ακούσουμε για να το εμπεδώσουμε; Ότι η δολοφονία του γουναρά ήταν εσπευσμένη. Με πόσους άλλους τρόπους πρέπει να μας το πούν; Σε πόσο βάθος πρέπει να αναλυθεί χωρίς να καταντήσει πλύση εγκεφάλου; Ότι η Ελένη είναι έξυπνη γυναίκα και σπάνιος άνθρωπος. Το υμνολόγιο όμως που την ακολουθεί κάθε φορά που ακούγεται το όνομά της, είναι το λιγότερο, αφελές.

Ο μυθιστοριογράφος είναι πρωτόβγαλτος. Θα πρέπει λοιπόν να του δώσουμε άλλη μια ευκαιρία. Θα πρέπει όμως να έχει υπόψη του ότι άν ο αναγνώστης αρχίσει να αφαιρείται και να πηδάει σελίδες, ο συγγραφέας έχει χάσει το παιχνίδι.

Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι ο Μοναχός Αθανάσιος, πριν να φτάσει στο τέλος του στενού, όπως ο ίδιος διατείνεται, δρόμου του, θα αποδώσει πολλές φορές ακόμα δικαιοσύνη....